Αποχαιρετισμός

Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης

* 4. Ιουλίου 1937, Καβάλα

† 7. Μαρτίου 2014, Μόναχο

Ίχνη μιας ζωής

Πως να περιγράψεις σε λίγο χρόνο μέσα,

μια ολόκληρη ζωή γεμάτη,

μια γεμάτη ζωή,

ζωή γεμάτο αγάπη;

 

Ποιός είναι άξιος,

να μιλήσει για αυτόν τον άχραντο άνθρωπο,

με λόγια να περιγράψει μια τέτοια ζωή,

αφού πλέον δεν υπάρχουν ρήτορες πολύφθογγοι;

 

Ο γιος του, ο Χρήστος μίλησε,

και...

έχει αποτύχει,

με τα εξής λόγια:

 

«Ποιός ήταν ο Κώστας ο Κωνσταντινίδης;

 

Ο Κώστας Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου το 1937 στην, όπως συνήθιζε να τονίζει πάντα, ωραία Καβάλα. Ήταν μια Κυριακή ημέρα που τα μικρά ματάκια του είδαν το φως του κόσμου. Κυριακή, «μια μέρα σαν κι αυτή που 'χασε την χαρά του», όπως λέει και το αγαπημένο τραγούδι της μητέρας του και το δικό του. Δεκαπέντε μέρες πριν γεννηθεί, ο μικρός ο Κώστας ήδη είχε χάσει τον πατέρα του. Της χήρας ο γιος, όπως αποκαλούσε τον εαυτόν του σε στιγμές όταν ο στεναγμός του ήταν μεγάλος, πατέρα δεν γνώρισε ποτέ. Δεν είδε ποτέ μορφή πατέρα, δεν άκουσε ποτέ του πατέρα την θερμή φωνή, δεν ένιωσε ποτέ την πατρική χείρα βοηθείας, την πατρική αγάπη και στοργή. Κι όμως ο ίδιος αυτός ο Κώστας έγινε ο καλύτερος πατέρας, γεμάτος αγάπη και στοργή προς στα παιδιά του, έγινε τρυφερός σύζυγος με πάθος προς την γυναίκα του, έγινε σοβαρός, σωστός και τέλειος οικογενειάρχης και νοικοκύρης. «Μπαμπά, πώς τα κατάφερες όλα αυτά; Από πού;... Από ποιόν τα έμαθες;», τον ρωτούσε ο γιος του γεμάτος απορία και θαυμασμό με μεγάλα μάτια. Δεν μου απάντησε ποτέ – τουλάχιστον όχι με λόγια. Απλά με κοίταζε βαθιά στα μάτια, μάλλον ελπίζοντας, πως κάποια μέρα θα μπορέσω εγώ ο ίδιος να απαντήσω τις ερωτήσεις μου.

 

Κι όντως, σαν καλός καθηγητής, ο οποίος δεν σου δίνει τη λύση στο πρόβλημά σου απλά για να την ξεχάσεις γρήγορα πάλι, βοήθησε όχι μόνο τις αδελφές μου κι εμένα, αλλά όλους όσους το επιθυμούσαν κι είχαν την καλή διάθεση με το καλό παράδειγμα του. Στάθηκε πάντα αμετακίνητος σαν φάρος στο βάθος και το φως του το λαμπερό επέτρεπε όλους μας να βρούμε τον δικό μας δρόμο και να μην χαθούμε στις τρικυμίες της ζωής. «Ο καλός ο καπετάνιος στις φουρτούνες φαίνεται!», μας θύμιζε πάντα όταν έπρεπε – όταν η ολιγοπιστία πήγαινε να μας παραπλανήσει.

Ο Κώστας είχε μέσα του μόνο την αγάπη. Αγαπούσε πολύ την γιαγιά του και την μεγάλη του αδελφή, λάτρευε εγκάρδια την μητέρα του. «Βρε, μη φέρεσαι έτσι την μάνα σου. Εγώ δεν στεναχώρησα ποτέ την μάνα μου!», μου έλεγε, όταν με έβλεπε τον τρελό να παιδεύω την μητέρα μου. Το καλό ήταν, πως αυτό δεν ήταν και ψέμα, όπως με επιβεβαίωνε πάντα η συγχωρεμένη μου γιαγιά. Παρόλου που η μητέρα του Κώστα έπρεπε να δουλεύει για να διασφαλίσει την επιβίωση της οικογενείας, αφοσιώθηκε με την γιαγιά του στην ανατροφή του Κώστα γεμάτη αγάπη –προσπαθώντας να συμπληρώσουν το έλλειμμα πατρικής αγάπης. Αυτή η αγάπη ρίζωσε βαθιά στην καρδιά του και πλέον όριζε κάθε σκέψη και πράξη του. Από μικρό παιδάκι - από πιτσιρικάς όπως έλεγε - έτρεχε στις εκκλησιές και γρήγορα έγινε το δεξί χέρι του τότε μητροπολίτη Καβάλας.

 

Πολύ θα λέγανε: «Ήταν άνθρωπος της εκκλησίας.»

Εγώ όμως θα πώ:

  • Ο Κώστας αγαπούσε πάνω απ' όλα τον Θεό και τον κουβαλούσε πάντα μέσα του. Είχε καταλάβει πως η αγάπη προς στον Θεό εκφράζεται μέσα από την αγάπη προς τον πλησίον, τον συνάνθρωπο σου. Και γι' αυτό έψαχνε τους συνανθρώπους του παντού – στις εκκλησιές κι απ' έξω, προπαντός απ' έξω.
  • Είχε καταλάβει πως ο Θεός είναι η μόνη αλήθεια. Και στην προσπάθεια να πλησιάσει όλο και πιο πολύ την μόνη αυτή αλήθεια και τον λόγο του Θεού, αγάπησε τα γράμματα και τις γνώσεις. Δεν υπήρξε βιβλίο, το οποίο να πέσει στα χέρια του και να μην το καταβροχθίσει κυριολεκτικά. Είχε μεγάλο πάθος με την φιλοσοφία και την θεολογία. Από μικρό παιδί θυμάμαι, πως με κρατούσε στην εκκλησία μπροστά του, τα δύο του χέρια πάνω στους ώμους μου και να τον ακούω πίσω μου να ψάλλει όλη - μα κυριολεκτικά όλη - την Θεία Λειτουργία. Μέχρι και τον Απόστολο και το Ευαγγέλιο – τα ήξερε απ' έξω.

 

Ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα που μου έκανε ο πατέρας μου ήταν το εξής:

«Χρήστο, όλη η Αγία Γραφή να χαθεί, και να σωθούνε μόνο η παραβολές του Καλού Σαμαρείτη και του Ασώτου, σώθηκε το βασικότερο νόημα το Λόγου του Θεού.»

Αυτά δεν ήταν μόνο λόγια, τα οποία έλεγαν τα χείλη του πατέρα μου αλλά ήταν το ριζωμένο πνεύμα, το οποίο καθόρισε όλη του την ζωή. Άρχισε από παιδί να δουλεύει για να στηρίξει όχι μόνο την μάνα του, αλλά όσους είχαν ανάγκη. Υπηρετούσε στην αεροπορία και στις ελεύθερες του ώρες έτρεχε στις φτωχογειτονιές της Καβάλας να μοιράσει φαγητά, ρούχα κι ό,τι άλλο μπορούσε να οργανώσει.

 

Το 1960 ξενιτεύτηκε στην Γερμανία για να φροντίσει και να στηρίξει ακόμα πιο καλά τα άτομα που αγαπούσε. Ήρθε ελεύθερος με όνειρο να σπουδάσει την μεγάλη του αγάπη, την θεολογία. Στο Γκίνγκεν Μπρενζ έφτασε από τους πρώτους Έλληνες, οι οποίοι τότε δεν είχαν ακόμη οργανωθεί. Όμως ο Κώστας ο Κωνσταντινίδης, ή ο Καβαλιώτης όπως πλέον τον αποκαλούσαν, επειδή ήταν πρωτοπόρος, δημιουργικός, εγγράμματος και ήξερε την γερμανική γλώσσα ξεκίνησε τα πάντα:

  • Ίδρυσε την πρώτη ελληνορθόδοξη εκκλησία στην περιφέρεια. Φρόντισε για έναν ναό και έναν Ιερέα για να μην πρέπει να στερηθούν οι Έλληνες της ξενιτιάς τον Λόγο του Θεού, να βρούνε ένα κομμάτι πατρίδας, έναν τόπο να ζήσουν την πίστη τους, τα ήθη κι έθιμα τους. Την εκκλησία την αφιέρωσαν προς τιμή του στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη.
  • Ίδρυσε την πρώτη ελληνική κοινότητα της περιοχής. Ο κόσμος τον αγαπούσε και του είχε εμπιστοσύνη και γι' αυτό τον ψηφίσανε πρώτο πρόεδρο της κοινότητας.
  • Βεβαίως ο Καβαλιώτης φρόντισε και για το πρώτο σχολείο στην περιφέρεια, γιατί ήθελα τα ελληνόπουλα να είναι εγγράμματα για να μπορέσουν να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο και να μην ξεχάσουνε τις ρίζες τους. Όταν μεγαλύτερες πόλεις με περισσότερο ελληνισμό δεν είχαν τίποτα, ο τότε ακόμα ελεύθερος Καβαλιώτης έφερε εκπαιδευτικό από την Ελλάδα και τον πλήρωνε από την προσωπική του τσέπη - 600, 700, 800 τότε μάρκα - για να μαθαίνουν τα παιδιά τον άλλων γράμματα.
  • Ένας σύγχρονος συγγραφέας μας διδάσκει: «Όποιος έχει υποφέρει πολύ, μοιάζει με εκείνον που ξέρει πολλές γλώσσες. Μπορεί έτσι να καταλάβει πολλούς και πολλοί να τον καταλάβουν.» Γι' αυτό κι ο Κώστας δεν βοηθούσε μόνο τους Έλληνες, αλλά όλους όσους είχαν ανάγκη. Προπαντός η Τούρκοι τον είχαν βάλει στην καρδιά τους, γιατί μιλούσε παρά πολύ καλά την γλώσσα τους - αφού η γιαγιά του την είχε μάθει - και τους βοηθούσε κι αυτούς να πιάσουν πόδι στην ξενιτιά.

 

Το 1968 παντρεύτηκε την Αλεξάνδρα Κουρκουρίδου, έκανε τρία παιδιά και συνέχισε το έργο του. Με την στήριξη της οικογένειάς του - προπαντός της συζύγου του - ίδρυσε διαφορετικούς συλλόγους, χορευτικούς, αθλητικούς κλπ., συμμετείχε σε οικουμενικά γεγονότα, ήταν πρεσβευτής των Ελλήνων, συμμετείχε σε εράνους για άπορους και στα στάντφεστ, στις φιλανθρωπικές εκδηλώσεις της πόλης κλπ. Ήταν πάντα ο πιστός φίλος όλων και είχε όχι μόνο της πόρτες του σπιτιού του, αλλά και της καρδιάς του ανοικτές για τους πάντες. Θυμάμαι το τηλέφωνο μας και το κουδούνι του σπιτιού μια ζωή να χτυπάνε και να ζητούνε όλο και μια βοήθεια από τον πατέρα μας τον Κώστα – είτε οικονομική, προσωπική/οικογενειακή, είτε θέλανε μια μετάφραση ή κάποιον να τους μεταφέρει σε μια άλλη πόλη με το αυτοκίνητο. «Όχι», το λεξιλόγιο του δεν είχε, ούτε την ημέρα, ούτε την νύχτα, ούτε καθημερινή ούτε αργία και γιορτές. Γι' αυτό και όταν περπατούσαμε στους δρόμους όλοι τον χαιρετούσαν, κι εγώ ακόμα πιτσιρικάς τον ρωτούσα πάντα: «Kι αυτός φίλος σου είναι, μπαμπά;». Κι ο πατέρας μου με κοιτούσε και χαμογελούσε. Από όσους γνώρισα, πάντα το ίδιο άκουγα: «Δεν υπάρχει Έλληνας που πέρασε από την περιοχή, τον οποίο ο πατέρας σου δεν βοήθησε!»

 

Αλλά αρκετά... Γιατί θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε για πολύ ώρα αυτή την απαρίθμηση. Στο κάτω-κάτω ποιός είμαι εγώ να μιλήσω για τις πράξεις του πατέρα μου; Τί ξέρω εγώ; Είμαι σίγουρος, πως εσείς όλοι που τον γνωρίσατε έχετε ο κάθε ένας σας έστω και μια ιστορία να μου πείτε για τον πατέρα μου, που εγώ ούτε καν την γνωρίζω.

 

Γι' αυτό επιτρέψετε μου να σας μιλήσω λιγάκι για τον πατέρα και σύζυγο Κώστα, χωρίς όμως να αποκαλύψω όλες τις προσωπικές και οικογενειακές λεπτομέρειες. Ο πατέρας μας ήταν ένα κοινωνικό άτομο, της παρέας, της χαράς, και του γέλιου. Αλλά ήταν πάντα σωστός στον απέναντι του. Έτσι κι όταν γνώρισε και παντρεύτηκε την μητέρα μου πάντα δήλωνε: «Από τότε που γνώρισα την σύζυγο μου, άλλη γυναίκα δεν γύρισα να δώ.» Την αγαπούσε τρελά κι όταν ο τότε μητροπολίτης Γερμανίας, πλέον κεκοιμημένος κύριος κύριος Ειρηναίος, πρότεινε στον πατέρα μου να γίνει Ιερέας, οι γονείς μου για προσωπικούς τους λόγους αρνήθηκαν. Ο Κώστας την ζωή την γλεντούσε προπαντός με την οικογένεια του. Ποιός θα ξεχάσει την ζεμπεκιά που χόρευε με το ποτήρι πάνω στο κεφάλι του ή τους διεθνές χορούς με τους οποίους γέμιζε με την μητέρα μου αγκαλιά την αίθουσα. Αγαπούσε την ζωή κι έλεγε στην μητέρα μας πάντα: «Αλέκα, στην κηδεία μου θέλω να φορέσεις ένα όμορφο καπέλο με τούλι και φτερό.» Η καημένη η μητέρα μου του απαντούσε: «Καλά 'ρε Κώστα, τότε είναι, που θα πούνε όλοι: Αυτή τρελάθηκε!» Στη συνέχεια ο πατέρας μου της έλεγε: «Βρε, τί σε νοιάζει εσένα, τί θα πει ο κόσμος. Εγώ την γυναίκα μου έτσι την θέλω! Δεν την θέλω μίζερη.»

 

Ο πατέρας μας είχε μεγάλη υπομονή με τις αδερφές μου και με μένα. Έψαχνε τον διάλογο για να μας δώσει να καταλάβουμε και μας επέτρεπε πάντα να έχουμε την δικιά μας γνώμη κι άποψη.

Ήταν πολύ περήφανος για τα τρία παιδιά του, για τις επιτυχίες τους κι όταν υπήρχαν δυσκολίες πάντα έλεγε τραγουδιστά: «Θα τα καταφέρεις. Μην είσαι απαισιόδοξος. Να είσαι πάντα αισιόδοξος.»

Ο πατέρας μας ήταν κουβαλητής και γενναιόδωρος. Δεν θυμάμαι ούτε μια φορά να προλάβαμε καν να επιθυμήσουμε κάτι. Πάντα έλεγε: «Αλέκα δώσε στο παιδί λεφτά!» ή «Πάρε στο παιδί να έχει!», «Πάρε δυο-τρία να έχεις να αλλάζεις!» – και πολλές παρόμοιες τέτοιες φράσεις. Αυτή η φροντίδα του, το γεγονός ότι πάντα ήταν συνεπής στον λόγο του και εργατικός, ήταν μάλλον κι η αιτία, που στα τόσα χρόνια εργασίας δεν πήρε σχεδόν ποτέ αναρρωτική άδεια.

 

Επιτρέψτε μου να σας μιλήσω για τους τελευταίους μήνες του αγαπητού πατέρα μας.

Ο πατέρας μας πέθανε στις 2. Οκτωβρίου και παρόλο που εκτός την οικογένεια του δεν το πίστευε κανείς, ο λεβέντης μας στα μέση του Νοεμβρίου αναστήθηκε. Μετά από βδομάδες στο κώμα, ακόμα δεν είχε ξυπνήσει, του είπα μια Κυριακή: Μπαμπά, σ' αγαπώ πολύ. Αν μ' αγαπάς, σφίξε σφιχτά τα μάτια σου. Και από το πουθενά έσφιξε τόσο δυνατά τα ματάκια του, σαν να μην υπήρχε αύριο. Παρόλου που ήταν άρρωστος, ο πατέρας μας δεν έπαψε να μας φροντίζει. Το πρώτο που έκανε μόλις μας έβλεπε, μας ρωτούσε αν έχουμε κοιμηθεί και φάει. Τον απασχολούσε τόσο πολύ, που ακόμα και στον ύπνο του τον άκουγα να παραμιλάει και να λέει: «Πάλι δεν φάγατε. Αλέκα, πήγαινε να πιείς κανένα καφέ.»

 

Τα Χριστούγεννα μου ζήτησε βραδιάτικα ένα κουτάλι κι εγώ νόμισα πως ξαφνικά παραληρεί. Του έφερα ένα κουτάλι κι αυτός είπε: «Βρε μπουνταλά, νομίζεις ότι τρελάθηκα, ε; Θέλω να σας αφιερώσω κάποια τραγούδια.» Και άρχισε το ρεβεγιόν μέχρι της 11 το βράδι με το κουτάλι για μικρόφωνο. Μας τραγούδησε, μας έπαιξε σκετσάκια και μας έκανε πολύ ευτυχισμένους. Έπειτα μας είπε: «Αυτό είναι το ευχαριστώ μου επειδή σας κούρασα τις τελευταίες βδομάδες.» Όμως δεν μας είχε κουράσει καθόλου. Ίσα-ίσα, αυτός μας είχε δώσει το κουράγιο. Ήταν τα πιο ευτυχισμένα και ευλογημένα Χριστούγεννα και πρωτοχρονιά.

 

Δυστυχώς, στις 7 Ιανουαρίου έγιναν τραγικά λάθη στο νοσοκομείο. Με αποτέλεσμα 2 μήνες αργότερα, στις 7 Μαρτίου ο πολυαγαπημένος μας πατέρας να ξεκινήσει για το τελευταίο του ταξίδι. Πέρασε τις τελευταίες του ώρες με τα αγαπητά του πρόσωπα. Από βραδύς του έλεγα: «Κάνε κουράγιο μέχρι τα ξημερώματα μπαμπά. Σου υπόσχομαι η αυριανή μέρα θα είναι τέλεια.» Και όντος με εμπιστεύτηκε κι όταν ξημέρωσε και είδε τις πρώτες ηλιαχτίδες άρχισε να φεύγει. Του είπα: «Μπαμπά, σ' αγαπώ πολύ!», μου έκλεισε ματάκι, έκανε της τελευταίες ανάσες και ξαφνικά ξέφυγε της μητέρας μου ένα: «Όχι, Κώστα!». Εγώ της είπα με αυστηρό τόνο: «Ασ' τον μπαμπά να κάνει αυτό που θεωρεί σωστό!» Αμέσως ο πατέρας μου γύρισε το βλέμμα του σ' εμένα και μόλις του διαβεβαίωσα: «Όχι μπαμπά, δεν την μαλώνω τη μαμά.», ηρέμησε ξανά, γύρισε το βλέμμα του και παρέδωσε το πνεύμα.

 

Ο γέροντας Παϊσιος μας λέει :

«Ο Καλός Θεός οικονομάει για τον κάθε άνθρωπο έναν σταυρό ανάλογο με την αντοχή του, όχι για να βασανιστεί, αλλά για να ανεβεί από τον σταυρό στον Ουρανό - γιατί στην ουσία ο σταυρός είναι σκάλα προς τον Ουρανό. Αν καταλάβουμε, τί θησαυρό αποταμιεύουμε από τον πόνο των δοκιμασιών, δεν θα γογγύζουμε, αλλά θα δοξολογούμε τον Θεό σηκώνοντας το σταυρουδάκι που μας χάρισε, οπότε και σε τούτη την ζωή θα χαιρόμαστε, και στην άλλη θα έχουμε να λάβουμε και σύνταξη και «εφάπαξ». Ο Θεός μας έχει εξασφαλισμένα κτήματα εκεί στον Ουρανό. Όταν όμως ζητούμε να μας απαλλάξει από μια δοκιμασία, δίνει αυτά τα κτήματα σε άλλους και τα χάνουμε. Ενώ, αν κάνουμε υπομονή, θα μας δώσει και τόκο. Είναι μακάριος αυτός που βασανίζεται εδώ, γιατί, όσο πιο πολύ παιδεύεται σ' αυτήν την ζωή, τόσο περισσότερο βοηθιέται για την άλλη, επειδή εξοφλά αμαρτίες.»

 

Σε όλη την διάρκεια της ασθένειας του στάθηκε λεβέντης, υπομονητικός και δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ, όπως σε όλη του την ζωή!

 

Λεβέντη μας, παλικάρι μας, μπαμπά μας, ξέρουμε πως είσαι πάντα κοντά μας.

Σε λατρεύουμε και σ' ευχαριστούμε για όλα.

Ήσουν και θα παραμείνεις ο καλύτερος σύζυγος και μπαμπάς του κόσμου.

Μας λείπεις παρά πολύ.

Καλή αντάμωση!

Σ' αγαπάμε!»

 

Χρήστος Κωνσταντινίδης, 17. Μαρτίου 2014

COPYRIGHT © | ALL RIGHTS RESERVED | kostas@o-kavaliotis.de